Saturday, November 1, 2008

Ανάμεσα σε δύο γυναίκες

Κοίταξε την πλάτη του καθώς απομακρυνόταν προς την πόρτα. Δεν γύρισε να την κοιτάξει όσο και αν εκείνη το έλπιζε. Ο ήχος της μοναξιάς θα αντηχούσε σε λίγο με το κλείσιμο της πόρτας πίσω του.

Ένιωσε μόνη, εγκαταλελειμμένη, γυμνή στο κρεβάτι όπου πριν λίγο είχαν κάνει παθιασμένα έρωτα και τον είχε, όλο δικό της. Μέσα της.
Πόσο θα ήθελε να μείνει το βράδυ, να κοιμηθεί στην αγκαλιά του.
Να τον έβλεπε να ερχόταν σπίτι της και να χαλάρωνε, να έβγαζε τα παπούτσια του, να ένιωθε ότι ερχόταν σε δικό του μέρος, λιμανάκι.
Ήταν πάντα επισκέπτης.
Φαντάστηκε ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπε. Η καρδιά της σφίχτηκε και η ανάσα της κόπηκε.

Και να γυρίσει σε τι;

Σ’ όλους αυτούς εκεί έξω που με χυδαία έκφραση και βλέμμα στο πρώτο πεντάλεπτο της λέγανε πόσο «γ*μησιμη» ή και «μη γ*μησιμη» ήταν;
Να φύγει να πάει προς τα πού;
Σκέφτηκε τα χέρια του, το βλέμμα του. τα λόγια του.
Την αγαπούσε, πρέπει να την αγαπούσε, αλλιώς γιατί καθότανε;
Ειδικά με τις τόσες ανασφάλειες και σκηνές ζηλοτυπίας που του έκανε.
Ίσως κατά βάθος δεν του συγχώρεσε ποτέ που δεν της είπε από την αρχή την αλήθεια και της στέρησε το δικαίωμα επιλογής.
Δεν του συγχώρεσε που μέσα στο μυαλό της ήταν ίσοι και με μια κίνηση ανακάλυψε ότι η σχέση τους ήταν άνιση. Γιατί μπορεί να μην είχε επιλογή όταν ξεκίνησε, όταν έμαθε όμως την αλήθεια, είχε την επιλογή να φύγει, αλλά δεν το άντεξε, δεν μπόρεσε.
Είχε επενδύσει, είχε ερωτευτεί.
Κρεμάστηκε από τα λόγια του, το βλέμμα του, και αφέθηκε σε ένα ταξίδι που θα είχε άσχημο τέλος.
Το ήξερε.
Δεν του συγχώρεσε επίσης ότι δεν ήταν εκεί γι αυτήν, στις χαρές της, αλλά ειδικά στις δύσκολες στιγμές της.

Μόνη ενώ όλοι είναι με αυτούς που αγαπάνε.

Ένιωθε θυμό.
Για τον εαυτό της, για εκείνον, και μια ζήλια, έναν φθόνο που της έτρωγε την ψυχή. Ήθελε να τον δει να τρώει τα μούτρα του, να τον έσωζε, να την είχε ανάγκη.
Να μην τον είχε ανάγκη εκείνη.
Της έλεγε πόσο σημαντική του ήταν αλλά τα λόγια του ηχούσαν τζούφια, οι πράξεις του δεν είχαν βαρύτητα, ουσία.
Στην αρχή, τον πίστευε, τον στήριζε, δεν ήθελε να πιστέψει ότι τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά, πιο «κλισέ».

Όσο περνούσε ο καιρός όμως, τόσο έβλεπε την πλάτη του να φεύγει, τόσο έβλεπε εκείνος την δική της σε στάσεις ερωτικές και ψαγμένες, και τόσο ένιωθε την ψυχή της να αδειάζει περιμένοντας να ξαναβρεί τον άνθρωπο που είχε ερωτευτεί, αυτόν που της χάιδευε το μάγουλο, και έλαμπε το πρόσωπό του μόλις έμπαινε στο σπίτι.
Ζήλευε και αγωνιούσε κάθε φορά που χτυπούσε το τηλέφωνο. Αν θα ήταν αυτή και θα της τον έπαιρνε μακριά της.
Και δεν είχε δικαίωμα να πει τίποτα. Αν δεν της άρεσε ας μην καθότανε.
Βαφόταν έφτιαχνε τα μαλλιά της και προσπαθούσε με τα μόνα όπλα που είχε, να κερδίσει μια μάχη επιφανειακή.
Ας κέρδιζε αυτή με το μεγαλύτερο στήθος, ένα πράγμα.
Πήρε αγκαλιά το μαξιλάρι και έδιωξε τις σκέψεις της. Μπορεί για τον κόσμο να ήταν η κακιά, να μην έβρισκε ποτέ παρηγοριά που κοιμάται, τρώει, ζει μόνη της, με ένα φάντασμα, αλλά τουλάχιστον, όταν ερχόταν, ερχόταν γιατί την ήθελε, εκείνη.
Η τουλάχιστον έτσι έπειθε τον εαυτό της.
Πλησίαζε τα τριάντα και ήξερε πια ότι αυτήν η σχέση δεν θα είχε μέλλον. Η πίεση του κοινωνικού περιγύρου στο να κάνει οικογένεια δυσκόλευε τα πράγματα. Δεν μπορούσε να τον συστήσει σε φίλους, να πάνε μια επίσκεψη, ήταν το σκοτεινό μυστικό του. Πότε έγινε αυτό;
Δεν μπορούσε να του πει τι ονειρεύονταν για την ζωή της, δεν τον αφορούσε. Δεν μπορούσε ούτε να σχεδιάσει μια μελλοντική εκδρομή. Ζούσε μόνο το τώρα περιμένοντας ψίχουλα αγάπης.
Αγνόησε τον πονοκέφαλο που την περιτριγύριζε και αποφάσισε να του στείλει ένα μήνυμα στο κινητό.
«σ αγαπώ» όχι, ας μην δείξω τόση αδυναμία
«ως την επόμενη φορά.» Όχι όχι
«Θα μου λείψεις.» «Πάω μια βόλτα, αν με πάρεις.» Λες και θα την έπαιρνε.
Έκλεισε το κινητό της απογοητευμένη.
Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, ανήμπορη να επικοινωνήσει το παραμικρό μαζί του, νιώθοντας ντροπή για τα συναισθήματά της.
Χαμένη, χωρίς καθαρή αίσθηση ταυτότητας και εικόνας του εαυτού της.
«Πρέπει να ξαναβρώ τον εαυτό μου, τις ισορροπίες μου»
...........


Κοίταξε την πλάτη του καθώς απομακρυνόταν προς την πόρτα. Γύρισε το κεφάλι της , δεν ήθελε να τον κοιτάξει. Ήξερε ότι εκείνος δεν θα γυρνούσε το κεφάλι του, όσο και αν εκείνη το έλπιζε. Ο ήχος της μοναξιάς θα αντηχούσε σε λίγο με το κλείσιμο της πόρτας πίσω του.

Κλακ.
Το στομάχι της κόμπος. Τον είχε ρωτήσει που θα πάει (και μισούσε τον εαυτό της γι αυτό) και της είχε απαντήσει αδιάφορα «έξω».
Ήθελε να τον ρωτήσει περισσότερα όμως δεν τολμούσε.
Έβαλε φαγητό στα παιδιά και συγκράτησε την αγωνία της, με αποτέλεσμα να ρίξει τα πιάτα κάτω.
Όπως έσκυψε κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Είχε δίκιο όταν της είπε ότι έφταιγε εκείνη. Είχε παχύνει από την εγκυμοσύνη και όσο και να βαφόταν ή να έφτιαχνε τα μαλλιά της, μέσα σε 5 λεπτά γινόταν χάλια. Λίγο οι δουλειές , λίγο το μωρό, λίγο οι εντάσεις των τελευταίων μηνών, δεν ένιωθε καλά ούτε είχε διάθεση να «αρέσει». Να αγοράσει μια αποδοχή και μια αγάπη που θεωρούσε ως τότε, δεδομένη.
Αυτό που την έκαιγε είναι αν θα πήγαινε να την βρει, εκείνη.
Της είχε πει ότι είχε τελειώσει. Αλλά…
Δεν τολμούσε να τον ρωτήσει, δεν ήθελε να την φέρει πάλι ανάμεσα τους αν την είχε βγάλει από την ζωή του, δεν ήθελε να του το χτυπάει.
Όμως αυτό το «έξω», την έτρωγε.
Γιατί δεν την έπαιρνε μαζί του, να ξεσκάσουν λίγο; Δεν ήθελε την παρέα της, ήταν εκατομμύρια έτη φωτός από το νεαρό ζευγάρι που κοιταζόταν στα μάτια όλο ελπίδα και έρωτα την πρώτη νύχτα του γάμου τους.
Κοίταξε να δει αν θα έκανε μπάνιο, αν θα έβαζε άρωμα.
«Κατάντησα κατίνα» σκέφτηκε με πίκρα.
Θα τον έπαιρνε αργότερα τηλέφωνο, να δει αν θα ακουγόταν μουσική, θόρυβος,-όχι ότι σήμαινε τίποτα αυτό.

Ένιωθε την μοναξιά, την πίκρα την ζήλια να της τρώει τα σωθικά. Δεν καταλάβαινε κανείς έτσι κι αλλιώς. Τι περιμένεις αφού άφησες τον εαυτό σου τόσο;; Σκέψου τα παιδιά σου, μην διαλύσεις το σπίτι σου Και μέσα σε όλα αυτά ο πόνος της.
Οι άντρες έτσι είναι. Τι περιμένεις αφού του το συγχώρεσες και έμεινες;

“Περίμενα να με αγαπήσει για μένα, είτε πάθαινα ατύχημα και έχανα το μισό μου πρόσωπο, είτε γερνούσα, έτσι δεν περιγράφουν όλοι την αγάπη; Περίμενα να παλέψουμε στις δύσκολες στιγμές, να προστατεύουμε ο ένας τον άλλον. Να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας και να μας επισκέπτονται τα εγγόνια μας, να τι περίμενα.
Όχι να ανακαλύπτω ερωτικά γράμματα και να με βλέπω μέλος ενός τρίγωνου, όχι να καταλαβαίνω ότι η αγάπη του είναι με όρους και τόσο ρηχή. Όχι να εξευτελίζεται ότι ζήσαμε.»
Όποτε χτυπούσε το τηλέφωνο, αγωνιούσε, αν θα ήταν αυτή. Αν υπήρχε εκεί έξω ένας ολόκληρος κόσμος συναισθημάτων, λέξεων, χωρίς εκείνη.
Αν όταν του μιλούσε τα λόγια της φεύγανε από το δωμάτιό τους και έμπαιναν σε μια άλλη κρεβατοκάμαρα.
Ήθελε να τον δει να σπάει τα μούτρα του, να της ζητάει συγχώρεση , αγάπη , βοήθεια, όμως δεν είχε ανάγκη από τίποτα.
Έλεγε ότι την αγαπούσε αλλά αναρωτιόταν τι σοι αγάπη ήταν αυτή και αν έμενε γιατί ο κόσμος δεν θα καταλάβαινε, αν επειδή έτσι έπρεπε, γιατί όσο να’ναι, είναι βαβούρα να μετακομίζεις…
Σήκωσε το κινητό. Τι να του πει;
«Τι ώρα θα γυρίσεις;» όχι, είναι σαν να του κάνει έλεγχο
«Πως περνάς;» όχι….ούτε με ανάλαφρο ύφος δεν θα το πίστευε.
«Μου λείπεις;»
Ένιωσε το κάψιμο και το βούλιαγμα στο στομάχι της πιο έντονα ακόμα.
Μια σκέψη της ερχόταν στο μυαλό.
«Που είσαι;»
Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, ανήμπορη να επικοινωνήσει το παραμικρό μαζί του, νιώθοντας ντροπή για τα συναισθήματά της.
Χαμένη, χωρίς καθαρή αίσθηση ταυτότητας και εικόνας του εαυτού της.
Βαθιά πληγωμένη

(fe-mail.gr)

No comments: